Custom Rich-Text Page
(2)
Η απελπισία ήταν μεγάλη του βασιλιά Κωνσταντίνου ο οποίος ήταν τώρα αναγκασμένος νά μεταφέρει στρατεύματα από τίς άλλες αμυντικές θέσεις πρός τήν πλευρά του Κεράτιου. O Γουσταύος Σλουμβερζέ γράφει: "Η θέσις των Βυζαντινών ήτο αμέτρως στενόχωρος καί τραγική. Δέν εγίγνωσκον αληθώς πού τήν κεφαλήν κλίναι. Καί όμως έπραξαν πάν ότι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν εν περιστάσεσιν ούτω τραγικαίς." Έτσι όταν ο Μωάμεθ του ζήτησε νά παραδώσει τήν Πόλη μέ αντάλλαγμα πλούτη, αξιώματα, προστασία καί τήν επαρχία του Μοριά, του απάντησε σύμφωνα μέ τόν Δούκα: "ου γάρ ήν δυνατόν παραδοθήναι τήν πόλιν τοις Τούρκοις εκ των χειρών των Ρωμαίων ει γάρ είχε τούτο γενέσθαι, ποίαν οδόν ή ποίον τόπον ή πόλιν είχον μετοικήσαι Χριστιανών του μή καταπτύειν καί ονειδίζειν καί σφακελίζειν τούς Ρωμαίους; ουχί μόνον Χριστιανοί αλλά καί αυτοί Τούρκοι καί Εβραίοι είχον εξουθενείν αυτούς.".
Στίς 23 Απριλίου οι αμυνόμενοι συνήλθαν σέ συμβούλιο ώστε νά αποφασίσουν τί μέλλει γενέσθαι. Ο Βενετός Ιάκωβος Κόκκος, "ανήρ οξύτερος του ποιείν ή λέγειν, ήρξατο του έργου πάνυ επιτηδείως καί καλώς τρόπω τοιώδε, ακάτια τρία πάνυ ταχέα καί γοργά οικονομήσας, καί τεσσαράκοντα νέους θαρσαλέους καί μεγαλοψύχους καί ανδρείους εν αυτοίς έβαλε, Γραικούς τε καί Ιταλούς, καί καλώς παραγγείλας αυτοίς τά πάντα καί τάς κατασκευασθείσας μετά του υγρού πυρός τέχνας δώσας, ίνα έλθωσιν νυκτός καί περάσωσι πρός τόν Γαλατάν καί πλησίον της πέρας εκείνης γης έλθωσιν έως των τριήρεων καί τά ορισθέντα πράξωσιν...", κατά τόν Φρατζή. Ακολούθησαν συσκέψεις καί μέ προτροπή των Γενουατών η επιχείρηση αναβλήθηκε, μέ τό σκεπτικό νά προετοιμαστεί καλύτερα. Ομως κάποιος Γενουάτης από τήν συνοικία του Γαλατά πρόδωσε τό μυστικό καί ειδοποίησε τόν σουλτάνο, ο οποίος έστησε τά κανόνια του, ετοίμασε τά πληρώματα καί περίμενε. Είναι σίγουρο ότι αν η πρόταση του Βενετού υλοποιούνταν αμέσως η φθορά του τουρκικού στολίσκου θά ήταν μεγάλη. Ομως όταν τή νύκτα της 28ης Απριλίου ξεκίνησαν τά πυρπολικά, τά οποία τά συνόδευαν δύο γαλέρες του Γαβριήλ Τρεβιζάνου καί του Ζαχαρίου Γριόνη καί τρείς φούσται του Σιλβέστρου Τρεβιζάνου, του Ιερώνυμου Μοροζίνη καί του Ιάκωβου Κόκκου, μία λάμψη από τόν πύργο του Γαλατά ειδοποιούσε τούς Τούρκους νά ετοιμασθούν. Πράγματι μία ομοβροντία από τά κανόνια του σουλτάνου βύθισε τό πλοίο του Ιάκωβου Κόκκου, στέλνοντας στόν βυθό της θάλασσας εβδομήντα δύο πολεμιστές. Ακολούθησε επίθεσις των τουρκικών πλοιαρίων η οποία απέτρεψε οριστικώς τό παράτολμο εκείνο εγχείρημα.
Η αποτυχία της επιχείρησης υπήρξε αιτία διαμάχης καί φιλονεικίας στίς τάξεις των Βενετών καί των Γενοβέζων, η οποία τερματίστηκε μετά από τήν επέμβαση του Κωνσταντίνου. Εν τω μεταξύ ενώ συνεχίζοταν ακατάπαυστα ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών, καθώς καί οι μικροσυμπλοκές στά τμήματα των τειχών πού κατέρρεαν, ιδιαίτερα παρά τη πύλη του Αγίου Ρωμανού, ο νεαρός σουλτάνος κατασκεύασε μέ βαρέλια, μία γέφυρα στήν πύλη του Κυνηγού, στό σημερινό Αϊβάν Σεράϊ. Ο κλοιός στένευε καί ενώ ο αριθμός των αμυνομένων ελλατώνονταν οι επιτιθέμενοι ενισχύοταν από νέα στίφη μουσουλμάνων πού συνέρρεαν διαρκώς από τά βάθη της Ασίας. Πέραν αυτού πολλοί Έλληνες λόγω ιδεολογίας ή θρησκευτικού φανατισμού αρνούμενοι νά πολεμήσουν χλεύαζαν τόν βασιλιά. Ιδού πώς περιγράφει τήν κατάσταση ο Παπαρρηγόπουλος:
"Ενώ ο βασιλεύς μετά του Φραγκίσκου του Τολητινού καί του Φρατζή δέν έπαυε δι'όλης της ημέρας καί νυκτός περιπατών έφιππος περί τά τείχη καί εντός της πόλεως καί διατάσσων τά δέοντα καί επιτηρών τήν εκτέλεσιν αυτών, ενώ ο έμπειρος πολέμαρχος Ιουστινιανός, οι ηρωικοί αδελφοί Βροζάρδοι, ο γέρων αλλά ρωμαλέος Θεόδωρος Καρυστινός, ο λόγιος αλλά γενναίος Θεόφιλος Παλαιολόγος, καί τοσούτοι άλλοι Έλληνες καί ξένοι, ότε μέν έφιπποι ότε δέ πεζοί, ότε μέν αμυνόμενοι ότε δέ επιτιθέμενοι, ότε μέν πυροβολούντες ότε δ'επισκευάζοντες τάς εκ των πολεμίων πυροβόλων προξενουμένας ζημίας καί αείποτε εγκαρτερούντες περί τά τείχη, έκτωντο κλέος αθάνατον, οι φλύαροι ακείνοι δημαγωγοί, οι μηδέν πράττοντες καί εις ουδένα εκτιθέμενοι κίνδυνον, περιεφέροντο εις τάς πλατείας καί ρύμας της πόλεως λοιδορούντες τόν βασιλέα καί τούς άρχοντας. Ο δέ μανθάνων τά τοιαύτα ή καί αυτήκοος αυτών έστιν ότε γινόμενος ουδέν έλεγεν αλλ'εξηκολούθει επιτελών τό καθήκον."
Τήν 3η Μαΐου ο Παλαιολόγος ετοίμασε ένα μπριγαντίνι μέ δώδεκα άνδρες καί τού ανέθεσε τήν αποστολή του εντοπισμού του στόλου της Βενετίας, ο οποίος ήταν υπό τήν αρχηγία του Ιάκωβου Λορεδανού καί υποτίθεται ότι ερχόταν πρός βοήθεια της Κων/πολης. Ο μικρός δρόμωνας έφερε τήν τουρκική σημαία καί επωφελούμενος του σκότους, κατάφερε νά διαπλεύσει τήν Προποντίδα καί μέσω του Ελλησπόντου γλύστρησε στά νερά της ’σπρης Θάλασσας (Αιγαίου). Υπήρξε η σκέψη νά ξεφύγει μέ τέτοιο τρόπο καί ο αυτοκράτορας. Ο ανώνυμος συγραφέας του Ρωσσικού Χρονικού μας περιγράφει πως οι σύμβουλοι του Κωνσταντίνου τόν ικέτευαν νά δραπετεύσει από τήν Πόλη καί νά συναντήσει ή τόν Καστριώτη ο οποίος πολεμούσε στά βουνά της Ιλλυρίας, ή τά αδέλφια του Δημήτριο καί Θωμά στόν Μοριά καί μέ ενισχύσεις νά αναγκάσει τόν σουλτάνο νά λύσει τήν πολιορκία. Σύμφωνα μέ τό Ρώσσο χρονογράφο, οποίος πιθανώς νά ήταν καί αυτόπτης μάρτυρας η απάντηση του Αυτοκράτορα είχε ως εξής:
"Η συμβουλή υμών είναι εξαίρετος. Ευχαριστώ υμάς επ'αυτή, αλλά ουδέποτε θαποφασίσω νά εγκαταλείψω εν τοιαύτη συμφορά τόν κλήρο μου καί τάς αγίας εκκλησίας καί τήν πρωτεύουσαν, τόν θρόνον καί τόν λαό μου. Τί θά έλεγε περί εμού η οικουμένη; Σας ικετεύω απ'εναντίας, όπως ζητήσετε παρ'εμού νά μή σας εγκαταλίπω. Ναί, επιθυμώ ναποθάνω εδώ μεθ'υμών."
Τό βράδυ της 7ης Μαΐου 30000 Οθωμανοί μέ πολιορκητικές μηχανές προσπάθησαν μέ ξαφνική έφοδο νά καταλάβουν τά τείχη. Oι υπερασπιστές δέν αιφνιδιάστηκαν καί απέκρουσαν τήν έφοδο επιφέροντας σημαντικές απώλειες στούς Οθωμανούς.
Tίς επόμενες ημέρες ο επίμονος σουλτάνος προσπάθησε μέ ολόκληρο τό στόλο του νά επιτεθεί στήν αλυσίδα του Κεράτιου αλλά όλες οι επιθέσεις αποκρούσθηκαν από τίς μεγάλες βενετικές γαλέρες πού βρίσκονταν πίσω από τήν αλυσίδα καί των οποίων τό γενικό πρόσταγμα τό είχε ο Αλούσιος Διέδος. Αλλά ο πόλεμος δέν εκτυλίσονταν μόνο στή θάλασσα καί στήν ξηρά. Εκτυλίσονταν καί κάτω από αυτή. Ο Ζαγανός πασσάς, Αλβανός εξωμότης, είχε επιστρατεύσει χιλιάδες εργάτες γιά νά σκάψουν υπονόμους κάτω από τά τείχη. Όλες οι απόπειρες έγιναν στήν πύλη της Καλιγαρίας, (σημερινό Αγρί Καπού) εκεί πού τό τείχος ήταν μονό καί μπροστά από τό οποίο βρίσκοταν λόφος όπου οι Οθωμανοί μπορύσαν νά σκάψουν χωρίς νά γίνουν αντιληπτοί. Οι Ελληνες όμως είχαν τήν τύχη νά βρίσκεται μαζί τους καί ένας κορυφαίος Γερμανός μηχανικός, ο Ιωάννης Γκράντ. Τοποθετούσε πάνω στά τείχη βαρέλια γεμάτα μέχρι τό χείλος μέ νερό καί στά σημειά όπου αυτό χυνόταν έξω έφτιαχνε δική του υπόνομο η οποία συναντούσε αυτή των αντιπάλων. Τότε ή μέ τό υγρό πύρ ή μέ εκρήξεις κατέστρεφε τήν υπόνομο των αντιπάλων…
Τό ξημέρωμα της 18ης Μαΐου καινούργια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τούς αμυνόμενους. Δίπλα στήν τάφρο καί απέναντι από τήν πύλη του Αγίου Ρωμανού, βρίσκοταν ένας γιγαντιαίος κινητός ξύλινος πύργος. Ο πύργος ήταν τριών ορόφων καί ξεπερνούσε σέ ύψος τό εξωτερικό τείχος. Είχε συναρμολογηθεί στή διάρκεια της νύκτας καί τά ξύλινα δοκάρια ήταν προστατευμένα από τή φωτιά χάρη σέ δέρματα από βουβάλια καί γκαμήλες. Πίσω από τόν πύργο ήταν ένας μακρύς διάδρομος προστατευμένος καί ο οποίος επέτρεπε ελεύθερα τή διέλευση μαχητών σπό τό στρατόπεδο μέχρι τόν πύργο. Από τήν κορυφή του πύργου εκτοξεύονταν βέλη καί πέτρες εναντίον των τειχών ενώ στό κάτω τμήμα του υπήρχε πόρτα, από τήν οποία οι επιτιθέμενοι έριχναν χώμα καί ξύλα, γιά νά σκεπάσουν τήν τάφρο. ’λλη μία αιματηρή μάχη εκτυλίχθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού καί τον πολιορκητικό πύργο, στήν οποία πρωταγωνιστής ήταν καί πάλι ο Θεόδωρος Καρυστινός. Οι Τούρκοι μόλις έδυσε ο ήλιος σταμάτησαν τήν επίθεση. Τή νύκτα πλήθος από γυναίκες, γέρους καί παιδιά εργάστηκαν γιά νά αποκαταστήσουν τίς ζημιές στά τείχη κάτω από τήν καθοδήγηση του Κωνσταντίνου. Ταυτόχρονα βγήκαν κρυφά από τά τείχη Ελληνες μεταμφιεσμένοι σέ Οθωμανούς, τοποθέτησαν μπαρούτι στή βάση του πύργου καί τόν έκαψαν. Εν μία νυκτί φτιάχτηκε ο πύργος καί εν μία νυκτί καταστράφηκε. Ο σουλτάνος λύσσαξε από τό θυμό του στή θέα τής καταστροφής, αποκεφάλισε τούς υπεύθυνους καί τά κεφάλια τους τά άφησε σέ κοινή θέα πάνω σέ πασσάλους. Ακόμα μία μέρα κρατούσε η πόλη αλλά ήδη τό τέλος πλησίαζε. Κωνσταντίνος Ελένης ήταν ο πρώτος αυτοκρατόρας πού τήν είχε δημιουργήσει καί Κωνσταντίνος Ελένης ως τελευταίος αυτοκράτορας, θά τήν έχανε.
Στίς 23 Μαΐου οι φρουροί στά τείχη της Προποντίδας παρατήρησαν ένα μικρό δρόμωνα νά κινείται μέ ταχύτητα πρός τό μέρος τους. Ο δρόμωνας τελικά, ήταν αυτός πού είχε στείλει ο Αυτοκράτορας γιά νά ψάξει στήν ’σπρη Θάλασσα νά εντοπίσει τόν βενετικό στόλο. Μάταια όμως, πουθενά δέν ήταν ο στόλος του βενετού Λορεδανού. Οι δώδεκα ανώνυμοι νάυτες ύστερα από εικοσαήμερη περιπλάνηση στά νερά του Αιγαίου αποφάσισαν νά γυρίσουν.
Απαίσια απογοήτευση προκάλεσε η δυσάρεστη αναγγελία στούς πολίτες ότι ουδεμία βοήθεια δέν υπήρχε στόν ορίζοντα. Τό ηθικό κλονίστηκε περισσότερο, μαζί μέ τά τείχη πού κατέρρεαν από τόν συνεχή βομβαρδισμό. Τό μόνο πού ακουγόταν μέσα στήν πόλη ήταν "Ουαί τοίς ηττημένοις". Δυσοίωνα σημάδια ακολούθησαν τά οποία καταρράκωσαν ακόμα περισσότερο τούς δεισιδαίμονες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Κατά τή διάρκεια λιτανείας στούς δρόμους της πόλης έπεσε η θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος τήν οποία είχε κατασκευάσει μέ μαστίχα καί κερί ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Η εικόνα αυτή αποτελούσε τό σύμβολο του Βυζαντινού κράτους. Τό βράδυ της 26ης Μαΐου, μέσα στό σκοτάδι, εμφανίστηκε ένα παράξενο φώς πάνω στόν τρούλλο της Αγίας Σοφίας. Γιά τό φώς αυτό έγραψαν καί οι ιστορικοί πού βρέθηκαν τότε εντός των τειχών καί ο Κριτόβουλος, ο οποίος τό παρατήρησε καί ο οποίος βρισκόταν έξω από τά τείχη. Τό φαινόμενο αυτό τάραξε ακόμα περισσότερο τούς πολιορκουμένους καί τό θεώρησαν δυσμένεια του Θεού εναντίον τους.
’λωσις - 29 Μαΐου 1453
Διανύουμε τίς τρείς τελευταίες μέρες ζωής της Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι ετοιμάζουν τήν μεγάλη έφοδο καί κάθε βράδυ ανάβουν χιλιάδες φωτιές στό στρατόπεδό τους γιά νά ενσπείρουν τρόμο στίς καρδιές των αμυνομένων, ενώ παράλληλα μέ τά τύμπανα ακούγονται κραυγές μέχρι τό πρώτο φως της ημέρας. Ο σουλτάνος κάνει τήν τελευταία απόπειρα γιά διαπραγματεύσεις καί στέλνει τόν Ισμαήλ Χαμουζά πασσά, αφέντη της Σινώπης καί της Κασταμονής ο οποίος είχε καλές σχέσεις μέ τόν Παλαιολόγο, γιά νά του ζητήσει νά δεχτεί τούς όρους γιά νά σωθεί τόσο ο ίδιος όσο καί οι υπήκοοι του. Ο Δούκας μας έσωσε τήν στιχομυθία:
- Iσμαήλ:
"Γίνωσκε ότι απηρτίσθησαν τά πάντα πρός τήν γενικήν έφοδον, ήν θέλομεν νυν επιχειρήσει αφιέμενοι τήν έκβασιν τω Θεώ. Τί λέγεις; εκχωρείς εκ της πόλεως απερχόμενος όπου βούλεσαι μετά των σων αρχόντων καί των υπαρχόντων αυτοίς, καταλείπων τόν δήμον αζήμιον καί παρ'ημών καί παρά σου, ή επιμένεις εις τήν αντίστασιν, δι'ης σύ τε καί οι μετά σου θέλετε απολέσει σύν τη ζωή τά υπάρχοντα, οι δέ άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτευθέντες θέλουσι διασπαρή εν πάση γή;"
- Κωνσταντίνος:
"Έχε τά αφ'ημών αρπαγέντα αδίκως φρούρια καί γήν, ως δίκαια, όρισε τόν πληρωτέον σοι ετήσιον φόρον ανάλογον πρός τούς πόρους ημών καί άπελθε εν ειρήνη. Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ'άλλου των κατοικούντων ενταύθα, κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μή φειδόμενοι της ζωής ημών."
Νά καί απάντηση του Παλαιολόγου σέ ελεύθερη απόδοση από τό Νίκο Καζαντζάκη: " Αν θες ειρηνικά να πορευτείς μαζί μας, των Μουσουλμάνων βασιλιά, χαρά μεγάλη σε μένα, στους αρχόντους, στο λαό μου. Κι άκου: τα κάστρα και τη γής που μ'άρπαξες, το πλήθιο το ψυχομέτρι που μου σκλάβωσες, τα σβήνουμε απ' την παλιά κληρονομιά μας, χαρισμά σου. Κι ακόμα φόρο εγώ θα σου πλερώνω, να τραβηχτείς μονάχα ειρηνικά απ' την Πόλη. Δεν παραδίνουμε την Πόλη, τη ζωή μας πήραμε απόφαση να δώσουμε.."
O σουλτάνος όταν άκουσε τήν απάντηση του Παλαιολόγου συγκάλεσε συμβούλιο μέ όλους τούς Οθωμανούς αξιωματούχους, στρατηγούς καί βεζύρηδες γιά νά αποφασίσουν περί του πρακτέου. Ο μέγας βεζύρης Χαλήλ πασσάς, ο οποίος θεωρείται ότι χρηματίζοταν από τούς Ρούμ καί ο οποίος εξ αρχής ήταν αντίθετος μέ τήν πολιορκία, μίλησε πρώτος καί πρότεινε τήν αποχώρηση του στρατού, διότι η Πόλις άντεχε καί πολλοί στρατιώτες του σουλτάνου είχαν χάσει τήν ζωή τους, χωρίς νά καταφέρουν τίποτα. Μπορούσε δέ αυτή η κατάστασις νά προκαλέσει σταυροφορία εκ μέρους της Δύσης καί νά χρειαστεί νά αντιμετωπίσουν τόν φοβερό ουγγρικό στρατό του Ουνυάδη ή τόν παντοδύναμο στόλο της Βενετίας. Τόν λόγο πήρε ο νεώτερος Ζαγανός πασσάς ο οποίος εκπροσωπώντας τούς νεώτερους αξιωματικούς παρότρυνε τόν σουλτάνο γιά τήν μεγάλη επίθεση. Υπενθυμίζοντας τήν διχόνοια των χριστιανικών κρατών υποστήριξε ότι από τούς Ευρωπαίους δέν θά έφτανε ποτέ βοήθεια. Τά δέ τείχη είχαν καταρεύσει σέ τρία τουλάχιστον σημεία καί οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στά όρια της αντοχής τους. Τήν ένθερμη ομιλία τήν χειροκρότησε ο Τουρχάν πασσάς, Έλληνας στήν καταγωγή, ο αρχιευνούχος, ο μέγας σεΐχης Ακ-Σεμζεδίν εφένδης, ο ουλεμάς Αχμέτ Κουράνης καί πολλοί άλλοι. Ο Μωάμεθ ανήγγειλε ότι σέ τρείς μέρες θά γινόταν η μεγάλη έφοδος. Αμέσως διέταξε τόν Ζαγανό πασσά νά προετοιμάσει τόν στρατό καί ειδικά τό σώμα των γενίτσαρων.
Κυριακή, 27 Μαΐου 1453. Ο νεαρός καί ακούραστος σουλτάνος ξύπνησε νωρίς, πήρε τή συνοδεία του καί άρχισε νά διατρέχει ολόκληρο τό στρατόπεδο, από τόν Κεράτιο εως τήν Προποντίδα. Οργάνωσε όλες τίς λεπτομέρειες της επίθεσης η οποία θά γινόταν από όλα τά μέρη των τειχών, ενώ ακόμα καί ο στόλος θά προσέγγισε τά θαλάσσια τείχη γιά νά απασχολεί τούς εκεί αμυνόμενους. Διαρκώς ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, οι οποίοι τόν επεφημούσαν: "Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρουσολαλλάχ", δηλαδή "υπάρχει μόνο ένας θεός καί ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του." Κάθε Οθωμανός μαχητής έπαιρνε τή θέση του καί υποχώρηση ή λιποταξία ισοδυναμούσε μέ θάνατο. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ακατάπαυστα μαζί μέ τίς προεργασίες της εφόδου. Τό βράδυ άναψαν στό τουρκικό στρατόπεδο χιλιάδες φωτιές οι οποίες συνοδεύοταν από ισάριθμες κραυγές καί αλλαλαγμούς παγώνοντας τίς καρδιές των αμυνομένων. Ο Μωάμεθ βρισκόταν στή σκηνή του, απέναντι από τό Μυρίανδρο καί τό Μεσοτείχιο, περιτριγυρισμένος από τούς αγαπημένους του γενίτσαρους οι οποίοι ήταν περίπου δώδεκα χιλιάδες. Συγκάλεσε πάλι σέ συμβούλιο τούς στρατηγούς, τούς χιλίαρχους, τούς ναυάρχους, τούς πασσάδες καί τούς βεζύρηδες καί τούς απηύθυνε τόν παρακάτω λόγο όπως μας τόν σώζει ο αυτόπτης μάρτυρας Κριτόβουλος:
"Γενναίοι άντρες καί φίλοι, σας κάλεσα όχι μόνο γιά νά σας θυμήσω γιά τούς αγώνες πού κάναμε καί τούς κινδύνους πού περάσαμε γιά νά αποκτήσουμε όλα αυτά τά αγαθά, αγώνες στούς οποίους επιδείξατε ανδρεία καί τόλμη, αλλά σας κάλεσα γιά νά σας υπενθυμήσω γιά τόν απέραντο πλούτο πού μάς περιμένει σέ αυτή τήν πόλη. Αποκτούμε τήν ενδοξότερη πόλη των Ρωμιών, βασιλεύουσα όλης της Οικουμένης, μέ τά ωραιότερα κτίσματα πού έχουν φτιαχτεί ποτέ. Μέ αυτή τήν πόλη θά γίνουμε παντοδύναμοι καί ενδοξότεροι.
Οι αμυνόμενοι είναι ολιγάριθμοι καί άπειροι στόν πόλεμο ενώ εμείς είμαστε μεγάλο πλήθος καί οι καλύτεροι μαχητές του κόσμου. Αυτοί είναι κουρασμένοι καί άϋπνοι ενώ εμείς ξεκούραστοι καί χορτασμένοι από φαΐ καί ύπνο. Εσύ Χαμουζά μέ τόν στόλο σου θά περικυκλώσεις τά θαλάσσια τείχη καί θά βάλλεις διαρκώς από τά καταστρώματα των πλοίων, εσύ Ζαγανέ πέρασε τήν ξύλινη γέφυρα καί μέ τά πλοία νά επιτεθείς στά τείχη του Κερατίου, εσύ Καρατζά νά διαβείς τήν τάφρο καί μέ κλίμακες νά προσπαθήσετε νά ανέβετε στά τείχη, ομοίως καί εσείς Ισαάκ καί Μαχμούτ, ενώ εμείς Χαλίλ θά επιτεθούμε στήν κοιλάδα του Λύκου, στή μέση του τείχους όπου τά ρήγματα είναι πού μεγάλα."
Διαφορετική ήταν η ατμόσφαιρα εντός των τειχών. Ο Λεονάρδος μας πληροφορεί γιά τίς αναρίθμητες λιτανείες των εικόνων καί των λειψάνων των αγίων εκ μέρους των πιστών. Πλήθη από γέροντες, γυναίκες καί παιδιά μέ δάκρυα στά μάτια προσεύχονταν καί έψελναν αδιάκοπα, ακολουθώντας μέ γυμνά πόδια τούς ιερείς, ορθοδόξους καί καθολικούς, κατά μήκος των τειχών, οι οποίοι περιέφεραν τίς εικόνες καί ιδιαίτερα τήν θαυματουργή εικόνα της Οδηγήτριας. Τότε τελείως αυθόρμητα συνέβη μία τραγική καί απροσδόκητη σκηνή. Σύσσωμος ο λαός άρχισε νά συρρέει πρός τήν Αγία Σοφία, τήν οποία είχαν εγκαταλείψει μετά τήν κοινή λειτουργία μέ τούς καθολικούς πού είχε γίνει στίς 12 Δεκεμβρίου 1452. Η απέραντη εκκλησία γέμισε από δεκάδες χιλιάδες πιστούς οι οποίοι μαζί μέ τόν βασιλιά, τήν αριστοκρατία, τόν κλήρο, τέλεσαν τήν τελευταία λειτουργία, στίς 28 Μαΐου 1453, προσευχόμενοι γιά τή σωτηρία της Βασιλεύουσας…