Custom Rich-Text Page
O θάνατος του Ιωάννη Η' βρήκε τόν Κωνσταντίνο στό Μυστρά. Εκεί εστέφθη ως "Κωνσταντίνος ΙΑ' Αυτοκράτωρ Ρωμαίων", στίς 6 Ιανουαρίου 1449. H στέψη έγινε στόν Κωνσταντίνο καί όχι στόν ανάξιο καί καιροσκόπο Δημήτριο, ύστερα από επιμονή της μητέρας τους, Έλενας Δραγάση, η οποία είχε προηγουμένως στείλει τόν Γεώργιο Φρατζή στόν σουλτάνο Μουράτ γιά νά ζητήσει τήν έγκρισή του. Ο Κωνσταντίνος είχε γεννηθεί στίς 9 Φεβρουαρίου 1404 καί ήταν ήδη 45 ετών. Είχε παντρευτεί τό 1428, στό κάστρο του Χλεμουτσίου της Γλαρέντζας, τήν Θεοδώρα, κόρη του Φράγκου ηγεμόνα Τόκκο, αλλά η άτυχη κοπέλα πέθανε ένα χρόνο μετά στό Σανταμέρι Αχαΐας. Τό 1441 ξαναπαντρεύτηκε τήν Αικατερίνη, κόρη του Λατίνου άρχοντα της Λέσβου Γατελούζου, αλλά κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας, από τούς Τούρκους, του Παλαιοκάστρου της Λήμνου, η Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία κυοφορούσε τό παιδί του Κωνσταντίνου, πέθανε σύμφωνα μέ τόν Schlumberger από τόν τρόμο της. Ατυχος λοιπόν ο Κωνσταντίνος σέ όλες τίς φάσεις της ζωής του. O τελευταίος αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρελήφθη υπό καταλανικών πλοίων, καί εισήλθε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 12 Μαρτίου 1449, εν μέσω επεφημιών από τό πλήθος των χριστιανών κατοίκων. Την Αυτοκρατορία την αποτελούσε τότε μόνο η Βασιλεύουσα, μέ πληθυσμό λιγότερο από εκατό χιλιάδες κατοίκους, η πόλη της Σηλυμβρίας, η Πέρινθος, η Μεσημβρία, οι Επιβάτες καί η Αγχίαλος στήν Θράκη, μερικά νησιά του Αιγαίου καί η Πελοπόννησος, τήν οποία τήν μοιράζονταν οι δεσπότες Δημήτριος καί Θωμάς πού σπαταλούσαν τόν καιρό τους φιλονικώντας ο ένας μέ τόν άλλον.
Τό 1451 πέθανε ο Μουράτ καί τόν διαδέχθηκε στό θρόνο ο γιός του Μωάμεθ Β'. Ο Μωάμεθ ήταν μόλις 21 ετών, η μητριά του ήταν χριστιανή σκλάβα καί έτσι γνώριζε ελληνικά εκτός από τουρκικά καί αραβικά, ενώ ήταν γνώστης της ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μόνη σκέψη πού απασχολούσε τόν νέο σουλτάνο ήταν η κατάκτησις της Κωνσταντινουπόλεως, της βασιλίδος των πόλεων, τήν οποία είχαν πολιορκήσει ματαίως ο πατέρας του, Μουράτ καί ο παππούς του, Βαγιαζήτ. Σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ, τόν μεγαλύτερο βυζαντινολόγο πού έζησε στίς αρχές του 20ου αιώνα καί έγραψε χιλιάδες σελίδες γιά τήν ιστορία του Βυζαντίου:
Ο Μωάμεθ ανακυρήχθηκε σουλτάνος στήν οθωμανική πρωτεύουσα, τήν Αδριανούπολη (Εδιρνέ), καί αμέσως διέταξε νά ταφή μεγαλοπρεπώς στήν Προύσα, ο προκάτοχός του Μουράτ. Διατήρησε στίς θέσεις τους τόν μεγάλο βεζύρη Χαλίλ πασσά καί τόν άλλο ευνοούμενο του πατέρα του Ισαάκ πασσά. Κατόπιν στράφηκε στούς αντιπάλους του ηγεμόνες καί κυρίως αυτόν της Καραμανίας, γιά νά απαλλαγεί από τούς εσωτερικούς εχθρούς καί νά ασχοληθεί απρόσκοπτα μέ τά μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Όλα τά τότε γνωστά έθνη έσπευσαν νά αποστείλουν πρέσβεις γιά νά συγχαρούν τό νέο ηγεμόνα. Μεταξύ των απεσταλμένων ήταν αυτοί των δύο κατ'όνομα αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως καί Τραπεζούντος, των δεσποτών της Πελοποννήσου, του Σέρβου κράλη Γεωργίου Βράνκοβιτς, των ηγεμόνων της Λέσβου Γατελούζων, των Γενουατών της Χίου καί του Γαλατά, των ιπποτών της Ρόδου καί πολλών άλλων.
Ο ανυπόμονος σουλτάνος αμέσως ξεκίνησε τήν κατασκευή φρουρίου στήν δυτική πλευρά του Βοσπόρου, απέναντι από τό "Ανατολού Χισάρ", τό οποίο είχε κατασκευάσει ο Βαγιαζήτ. Κατ' αυτόν τόν τρόπο απέκλειε τά στενά του Βοσπόρου καί ήλεγχε πλήρως τόν επισιτισμό της Θεοφύλακτης. Ο Κωνσταντίνος ήταν ανίσχυρος νά εμποδίσει τήν περαίωση των εργασιών, καί παρ'ότι ήθελε νά αντιμετωπίσει στρατιωτικά τούς Τούρκους, δέν τόν άφησαν οι σύμβουλοί του. Ο τουρκικός στρατός κατέκτησε όλα τά γύρω χωριά, μέ αποτέλεσμα πλήθος προσφύγων νά συρεύσουν εντός των τοιχών της Πόλης. Ο αποκλεισμός πλέον είχε γίνει αφόρητος. Τό νέο φρούριο ήταν έτοιμο τόν Αύγουστο του 1452, καί είχε κτισθή στή θέση του μεγαλοπρεπούς ναού του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Οι Ρωμηοί τό ονόμασαν "Κεφαλοκόπτη", ενώ οι Οθωμανοί "Ρούμελη Χισσάρ" . Ο Μεχμέτ εγκατέστησε χάλκινα τηλεβόλα ικανά νά ρίχνουν ογκώδεις λίθους αρκετά μέτρα μακριά καί διόρισε διοικητή της φρουράς τόν Φιρούζ αγά μέ τήν εντολή νά επιτηρεί τά στενά. Ολα τά πλοία ήταν υποχρεωμένα νά κατεβάζουν τά ιστία, νά αγκυροβολούν κάτω από τό φρούριο καί νά πληρώνουν διόδια. Φυσικά τά πλοία, αρχικά αγνοούσαν τίς διαταγές του Τούρκου διοικητή, ώσπου στίς 26 Νοεμβρίου 1452 συνέβη τό ακόλουθο συμβάν τό οποίο μας τό δι ειγείται στό ημερολόγιό του ο Βενετός χειρούργος Νικόλαος Barbaro:
"Η μεγάλη βομβάρδα του νέου φρουρίου εβύθισε τό πλοίον του Αντωνίου Ρίτζου, όπερ κατέπλεεν εκ του Ευξείνου καί έφερε φορτίον κριθής χάριν εφοδιασμού της Κωνσταντινουπόλεως. Συνέβη δέ τούτο τη 26η Νοεμβρίου 1452....``
Από τότε η διέλευση των ιταλικών πλοίων από τόν Εύξεινο Πόντο καί η μεταφορά εφοδίων γιά τούς Έλληνες κατοίκους της πρωτεύουσας έγινε πολύ δύσκολη. Στό μεταξύ ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε νά συγκροτήσει το στρατό και να βελτιώσει τήν άμυνα της Πόλης, έστελνε πρεσβείες στήν Δύση εκλιπαρώντας γιά βοήθεια ενώ επιχείρησε καί επιδρομές μέ τά ελάχιστα πλοία πού διέθετε στίς ακτές της Μικράς Ασίας. Παράλληλα συνέχισε τήν ενωτική στάση, υποστηριζόμενος μάλιστα από τόν ιστορικό της ΄Αλωσης Σφραντζή, ο οποίος επιθυμούσε τήν «κατ΄ οικονομίαν» ένωση, μία παράκαμψη από τόν ορθόδοξο δρόμο πού γινόταν γιά τό καλό της Εκκλησίας καί δέν σήμαινε ότι, όταν περνούσαν οι δύσκολες μέρες, η Εκκλησία δέν θά μπορούσε νά ξαναβρεί τόν ορθό δρόμο. Έτσι ο αυτοκράτορας υποδέχθηκε θερμά τόν ληγάτο του πάπα, καρδινάλιο Ισίδωρο, Ρωμηό καταγώμενο από τό Μοριά, ο οποίος θά φρόντιζε γιά τίς διαπραγματεύσεις σχετικά μέ τήν υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στήν Λατινική. Τόν Ισίδωρο συνόδευσε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος μαζί μέ μερικές εκατοντάδες Ιταλούς τοξότες. Διαζώζεται μάλιστα επιστολή του Λεονάρδου πρός τόν πάπα Νικόλαο Ε' η οποία περιέγραφε τά καθέκαστα της άλωσης της Πόλης. Οι εκπρόσωποι του πάπα μαζί μέ τήν ενωτική μερίδα καί μέ τήν παρουσία του βασιλιά καί του πατριάρχη Γρηγορίου, συλλειτούργησαν από κοινού στήν Αγία Σοφία, στίς 12 Δεκεμβρίου 1452, ημέρα εορτής του Αγίου Σπυρίδωνος, καί διακύρηξαν πανηγυρικώς τήν ένωσιν των εκκλησιών. Ο δέ Γεώργιος Σχολάριος, ο μετέπειτα πρώτος πατριάρχης της αλώσεως, επικεφαλής των ανθενωτικών, από τό κελλί του στήν μονή του Παντοκράτορος εκτόξευε απειλές καί κατάρες γιά τήν προδοσία της πίστεως. Ανθενωτικός ήταν καί ο πρωθυπουργός Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς ο οποίος είπε τό περίφημο εκείνο: "Κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακι όλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν."
Τό μόνο όπλο πού είχε απομείνει στόν αυτοκράτορα ήταν η περίφημη βυζαντινή διπλωματία. Μέσω αυτής προσπαθούσε νά συνάψει συμμαχίες ικανές νά τόν βοηθήσουν νά αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Μετά τούς δύο αποτυχημένους γάμους πού έκανε ο τελευταίος Παλαιολόγος προσπάθησε νά διαπραγματευθεί μέ πολλούς ηγεμόνες ώστε μέσως του γάμου του μέ τίς κόρες τους νά εξασφαλίσει στρατιωτική βοήθεια γιά τήν χώρα του. Ήρθε λοιπόν σέ διαπραγματέυσεις μέσω του φίλου του Φρατζή, μέ τόν δόγη της Βενετίας Φραγκίσκο Φόσκαρη, μέ τόν ηγεμόνα του Τάραντα, μέ τόν αντιβασιλέα της Πορτογαλίας Πέτρο, μέ τόν αυτοκράτορα της Τραπεζούντος Ιωάννη Δ' Κομνηνό καί μέ πολλούς άλλους. Σκεπτόταν μάλιστα νά νυμφευθεί τήν ’ννα Νοταρά, κόρη του πρωθυπουργού Νοταρά ακόμα καί τή χήρα του Μουράτ, τή χριστιανή πριγκίπισσα Μάρα της Σερβίας, που ασκούσε επιρροή στό νέο σουλτάνο, τόν Μεχμέτ Β΄. Η σουλτάνα, ωστόσο, αρνήθηκε τήν πρόταση. Τελικά η νύφη πού επιλέχθηκε ήταν η κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας του Καυκάσου (Γεωργίας), Γεώργιου. Κατά τήν ώρα όμως της αναχωρήσεως της γιά τήν Κωνταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος δέν ζούσε πιά.
Ο Μωάμεθ συγκέντρωσε τόν Φεβρουάριο του 1453 στά ανάκτορά του στήν Αδριανούπολη τούς αξιωματικούς του καί τούς κάλεσε νά πολεμήσουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις τούς Ρούμ γιατί η Κωνσταντινούπολη δέν επρόκειτω νά αντέξει περισσότερο. Όλες οι Βυζαντινές πόλεις της Θράκης κατελήφθησαν από τόν Καρατζά βέη. Η Πέρινθος, η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, η Βιζύη, ο πύργος του Αγίου Στέφανου, οι Επιβάται καί άλλες παράλιες πόλεις της Προποντίδας καί του Εύξεινου Πόντου σύμφωνα μέ τόν ιστορικό Κριτούβολο:
"... ο της Ευρώπης σατράπης ευθύς στρατιά αγείρας κατατρέχει μέν τά περί τήν πόλιν άπαντα καί τό άστυ μέχρις αυτών των πυλών, καί ληίζεται, κατατρέχει δέ καί Συλημβρίαν καί τά περί αυτήν, αφιστά τε τά περί τήν ταύτη θάλασσαν, Πέρινθον τε καί τά λοιπά, προσχωρεί δέ αυτώ καί τό των Επιβατών φρούριον ομολογία, ξυναφιστά δέ καί τά περί τόν Μέλανα πόντον όσα Ρωμαίοις υπήκοα ήν, χειρούται τε πρός τούτοις καί τό εν Μεσημβρία φρούριον..."
Προηγουμένως ο Μεχμέτ είχε αποστείλει στήν Πελοπόννησο τόν φοβερό στρατηγό Τουρχάν μέ τούς γιούς του Αχμέτ καί Ομάρ προκειμένου νά εμποδίσει τούς δεσπότες Θωμά καί Δημήτριο νά στείλουν ενισχύσεις στόν βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Τουρχάν εκυρίευσε τό Εξαμίλιον στόν ισθμό, λεηλάτησε τήν Αρκαδία, ερήμωσε τήν Μεσσηνία αλλά ο γιός του Αχμέτ αιχμαλωτίσθηκε από τόν Ματθαίο Ασάνη στό Λεοντάριον (Μεγαλούπολη). Ο σκοπός όμως επετεύχθη καί ελληνική βοήθεια από τόν Μοριά ποτέ δέν έφθασε στήν Πόλη. (Παρατίθεται απόσπασμα από τό έργο του Χαλκοκονδύλη). Αντιθέτως έφθασε ιταλική βοήθεια καί μάλιστα τελείως απρόσμενα. Ο Ενετός Ιάκωβος Κόκκος μέ τρείς εμπορικές γαλέρες έφθασε τυχαία αλλλά ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης (Giovanni Giustiniani) μέ δύο πλοία καί επτακόσιους κατάφρακτους στρατιώτες, ήλθε στήν μεγαλή χριστιανική πόλη από δική του πρωτοβουλία γιά νά τήν υπερασπισθεί καί νά μήν πέσει στά χέρια των Οθωμανών. Ο Ιουστινιάνης, ο επονομαζόμενος Λόγγος ήταν άνδρας θαραλλέος, επαγγελματίας στρατιωτικός καί η βοήθεια του θά αποδεικνύονταν πολύτιμη στίς τελευταίες εκείνες ώρες της Βυζαντινής πρωτεύουσας. Τήν κατά τά άλλα κοσμοπολίτικη καί πολυεθνική Κωνσταντινούπολη μόνον Κων/πολίτες καί Ιταλοί εδέησαν νά τήν υπερασπισθούν.. Ουδείς άλλος Ευρωπαίος ηγέτης δέχτηκε νά βοηθήσει.
Στά τέλη Μαρτίου 1453, ο Κωνσταντίνος μέ τήν βοήθεια των Βενετών ναυτών του Αλουΐσιου Διέδου καί του Γαβριήλ Τρεβιζά βάθυνε τήν μεγάλη τάφρο στήν Ξυλόπορτα δίπλα στόν Κεράτιο κόλπο ενώ τήν φύλαξη τεσσάρων πυλών τήν ανέθεσε στού Βενετούς Κονταρίνη, Κόρνερ, Μοτσενίγον καί Δολφίν. Στίς 2 Απριλίου ο αυτοκράτορας τοποθέτησε τήν αλυσίδα πού θά έκλεινε τόν Κεράτιο Κόλπο (Χρυσούν Κέρας), από τόν Πύργο του Αγίου Ευγενίου στήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τόν Γαλατά ο οποίος ως γνωστόν βρισκόταν υπό Γενουατικήν κυριαρχίαν. Πίσω από αυτή τήν αλυσίδα η οποία είχε μήκος πολλές εκατοντάδες μέτρα τοποθετήθηκαν δέκα μεγάλα πλοία γιά νά παρεμποδίσουν τήν καταστροφή της από τόν εχθρό. Τά χερσαία τείχη της Επταλόφου πόλης είχαν μείνει απαραβίαστα γιά ολόκληρο τό διάστημα της χιλιόχρονης ύπαρξής τους. Τό μεγαλύτερο μέρος τους είχε κατασκευασθεί από τό Μέγα Θεοδόσιο, γι'αυτό ονομάζονται καί "Θεοδοσιανά Τείχη". Εκτείνονταν από τό Επταπύργιον (Γεντί Κουλέ) της Προποντίδος μέχρι τό Παλάτι των Βλαχερνών στόν Κεράτιο Κόλπο, καλύπτοντας επτά χιλιόμετρα ενώ διακόπτονταν από 96 μικρούς καί μεγάλους πύργους. Τό Θεοδοσιανό λοιπόν τείχος αποτελείτω από δύο παράλληλα τείχη, τό εσωτερικό τείχος είχε ύψος 22 μέτρα ενώ τό εξωτερικό τείχος πού χωριζόταν μέ μία περίβολο από τό εσωτερικό είχε ύψος 7 μέτρα. Εξωτερικά προστατεύονταν από μία τάφρο πλάτους 20 μέτρων, η οποία τήν εποχή της αλώσεως ήταν γεμάτη μέ θαλασσινό νερό. Η πρώτη από τίς πύλες ξεκινώντας από τήν Προποντίδα ήταν η Χρυσή Πύλη (Γεντί Κουλέ Καπού), από τήν οποία εισέρχονταν οι θριαμβευτές αυτοκράτορες έπειτα από κάποια νίκη τους, η δεύτερη ήταν η Πύλη της Συλημβρίας, η οποία οδηγούσε στήν πόλη της Συλημβρίας καί βρισκόταν κοντά στό αγίασμα του Μπαλουκλή. Η τρίτη πύλη ήταν η Πύλη του Πολυανδρίου ή Ρουσία Πύλη, ακολουθούσε η Πύλη του Ρωμανού (Τόπ Καπού), η Πύλη της Αδριανούπολης ή Χαρισίου (Εδιρνέ Καπού), η μοιραία Κερκόπορτα ή πύλη Ξυλοκέρκου καί πρός τόν Κεράτιο Κόλπο ήταν η Καλιγαρία Πύλη (Εγρί Καπουσί) η οποία βρισκόταν κοντά στό Παλάτι των Βλαχερνών (Τεκφούρ Σεράϊ), το παλάτι του Κων/νου Πορφυρογέννητου καί στόν Πύργο του Ανεμά. Τά πελώρια τείχη ίσως νά άντεχαν στίς επιθέσεις των Οθωμανών, αν δέν είχαν υπάρξει τά φοβερά κανόνια τού Ούγγρου Ουρβανού των οποίων οι βολές τά κατενίκησαν σύμφωνα μέ τήν διήγηση του Σλουμβερζέ:
"Τό διπλούν καί οχυρόν τείχος της Κωνσταντινουπόλεως τό πολλάκις αντιστάν νικηφόρως εις τάς επιθέσεις πλείστων όσων εθνών της Εσπερίας καί της Ανατολής θά διετέλει καί ταύτην τήν φοράν αμυντήριον των Ελλήνων κατοίκων δυσάλωτον, άν μή ήθελε βομβαρθισθή καί διασπαραχθή, έπειτα δέ κατασκαφή υπό των νέων εκείνων οργάνων καταστροφής, των γιγαντιαίων χαλκών πυροβόλων του σουλτάνου των εκτινασσόντων μακράν τας ουχ ήττον γιγαντιαίας λιθίνας αυτών σφαίρας, ων αι φρικταί καταστροφαί επέτρεψαν τέλος εις τά τουρκικά τάγματα νά επιχειρήσωσιν επιτυχώς τήν τελικήν έφοδον."
Ο Μωάμεθ, από τά τέλη Μαρτίου είχε ολοκληρώσει τίς προετοιμασίες του στήν Αδριανούπολη. Ολόκληρος ο διαθέσιμος στρατός σέ Ευρώπη καί Ασία είχε συγκεντρωθεί στήν πόλη της Θράκης καί ο ακριβής προσδιορισμός των Οθωμανών στρατιωτών είναι αδύνατο νά υπολογιστεί καθ'ότι ποικίλλουν οι εκτιμήσεις των ιστορικών. Σάν πιό αξιόπιστη μαρτυρία θεωρείται εκείνη του Ενετού Μπάρμπαρο σύμφωνα μέ τήν οποία ο τακτικός στρατός ανέρχονταν σέ 160 χιλιάδες καί άλλοι τόσοι ήταν οι ναύτες του στόλου, οι άτακτοι στρατιώτες αλλά καί οι έμποροι, οι τεχνίτες, οι εργάτες, οι δερβίσηδες, οι ιμάμηδες καί τά πλήθη πού ακολουθούσαν τίς μεγάλες στρατιές στίς εκστρατείες τους.
Τό σημαντικότερο σώμα τό αποτελούσαν οι γενίτσαροι οι οποίοι ήταν άριστα εκπαιδευμένοι καί υπόκεινταν σέ αυστηρότατη στρατιωτική πειθαρχία Απειράριθμοι ήταν οι άτακτοι βασιβοζούκοι πού συμμετείχαν στό στράτευμα καί οι οποίοι σάν μόνο όπλο είχαν ένα γιαταγάνι. Χιλιάδες ήταν καί οι Ευρωπαίοι οι οποίοι συμμετείχαν στήν πολιορκία καθώς επίσης Ελληνες αλλά καί Σέρβοι πού είχε στείλει ο κράλης της Σερβίας Βράνκοβιτς.
Τό μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα του Τούρκου Σουλτάνου ήταν τό τρομερό κανόνι πού κατασκεύαζε ο Ουρβανός στήν Αδριανούπολη. Ο Κωνσταντίνος δέν μπόρεσε νά ικανοποιήσει τίς χρηματικές απαιτήσεις του Ούγγρου, όταν αυτός είχε προτείνει στόν Παλαιολόγο τήν κατασκευή τέτοιου όπλου καί έτσι ο τελευταίος στράφηκε πρός τόν Μωάμεθ. Η ευσυνειδησία του Παλαιολόγου, ο οποίος κάλλιστα θά μπορούσε νά δολοφονήσει ή νά φυλακίσει τόν άπληστο Ουρβανό, δέν του βγήκε σέ καλό, διότι ο Ούγγρος κατάφερε νά κατασκευάσει γιά λογαριασμό των πολιορκητών τό μεγαλύτερο κανόνι πού είχε δεί τότε η ανθρωπότητα καί γιά τό οποίο χρειάστηκαν τριάντα ζεύγη βοδιών καί εκατοντάδες εργάτες γιά νά τό μεταφέρουν από τήν Αδριανούπολη μέχρι τά τείχη της Πόλης. Ο Ουρβανός λίγο αργότερα σκοτώθηκε από τήν έκρηξη του δικού του κανονιού. Ο σουλτανος όμως είχε αποκτήσει τήν τεχνογνωσία πού του χρειαζόταν γιά νά γκρεμίσει τά τείχη της Κων/πολης.
Στίς 23 Μαρτίου 1453 ο ίδιος ο Μωάμεθ έστηνε τήν μεγαλοπρεπή σκηνή του κοντά στόν χείμαρρο του Λύκου μπροστά από τήν Πύλη του Ρωμανού. Ως γνήσιος μωαμεθανός, μόλις έφτασε, άπλωσε ένα χαλί, στράφηκε πρός τήν Μέκκα, γονάτισε καί προσευχήθηκε. Ολόκληρος ο στρατός τόν μιμήθηκε. Φανταζόμαστε τόν τρόμο των κατοίκων της Πόλης οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στά γερασμένα τείχη καί παρακολουθούσαν τήν θάλασσα εκείνης της πολυάριθμης στρατιάς πού εκτείνονταν σέ όλο τό μήκος των χερσαίων τειχών, από τήν Προποντίδα μέχρι τόν Κεράτιο Κόλπο. Καί όμως είχαν αποφασίσει νά πολεμήσουν απέναντι σέ αυτόν τόν ανίκητο στρατό της Οθωμανικής υπερδύναμης. Απέναντι λοιπόν από τήν πύλη του Ρωμανού, στόν λόφο Μαλτεπέ, έστησε ο σουλτάνος τό στρατηγείο του, περιστοιχιζόμενος από τήν αυτοκρατορική φρουρά των δεκαπέντε χιλιάδων γενιτσάρων. Ο Ζαγανός πασσάς, ο οποίος ήταν εξωμότης, ανέλαβε τήν φύλαξη των υψωμάτων του Πέρα, γιά νά επιτηρεί τή Γενουατική συνοικία του Γαλατά. Ο Καρατζάς πασσάς, βεϊλέρβεης της Ρούμελης, δηλαδή στρατηγός των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων, έλαβε τή αρχηγία του αριστερού κέρατος της απειράριθμης στρατιάς, απέναντι από τό ανάκτορο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (Τεκφούρ Σεράϊ). Ο αρχηγός των ασιατικών στρατευμάτων, Ισαάκ πασσάς, βεϊλέρβεης της Ανατολής, καί ο εξιλαμισθής Έλληνας Μαχμούτ Μπέης, έλαβαν τήν αρχηγία του δεξιού μέρους του Τουρκικού στρατού, δηλαδή από τό Τόπ Καπού μέχρι τήν Χρυσή Πύλη δίπλα στήν παραλία της Προποντίδος, εκεί πού σήμερα βρίσκεται τό Γεντί Κουλέ (Επταπύργιον). Ο Μεγάλος βεζύρης Χαλίλ πασσάς, ο οποίος ήταν ευάλωτος στήν δωροδοκία καί έδινε πολύτιμες πληροφορίες στούς Βυζαντινούς, ανέλαβε τήν διοίκηση του κέντρου, απέναντι από τήν πύλη της Αδριανούπολης. Η Προποντίδα ήταν γεμάτη από τά εκατοντάδες πλοιάρια πού είχε κατασκευάσει ο σουλτάνος στήν Καλλίπολη καί τά οποία ήταν υπό τίς διαταγές του πρώτου στήν ιστορία Καπουδάν πασσά, του Μπαλτόγλου ο οποίος ήταν Βούλγαρος στήν καταγωγή καί του Χαμουζά πασσά. Ηταν η πρώτη πολιορκία της Κων/πολης, στήν οποία οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν στόλο. Ο ναύσταθμος του στόλου τούτου ήταν τό Διπλοκιόνιο (σημερινό Ντολμά Μπαξέ).
Σύμφωνα μέ τόν Κριτόβουλο πρίν τήν άφιξη του κυρίως σώματος του Οθωμανικού στρατού οι Ρωμηοί, έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση καί σκότωσαν αρκετές εκατοντάδες από τούς ατάκτους Οθωμανούς, αλλά μέ τήν εμφάνιση του κυρίως όγκου του Σουλτανικού στρατού αποσύρθησαν, διέλυσαν τίς γέφυρες καί έκτισαν τίς πύλες του εξωτερικού τείχους. Τήν διάταξη των αμυνομένων στρατιωτών τήν περιγράφει ο Παπαρρηγόπουλος στήν "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους". Τήν πύλη του Αγίου Ρωμανού πού ήταν τό πιό ευάλωτο σημείο θά τήν υπερασπίζοταν ο ίδιος ο Aυτοκράτορας μαζί μέ τόν Ιουστινιάνη καί τούς κατάφρακτους στρατιώτες του, ο Ιωάννης Καντακουζηνός καί ο Δόν Φραγκίσκος από τό Τολέδο (απόγονος του Αλεξίου Κομνηνού). Τήν Χαρσία Πύλη τήν ανέλαβε ο Θεόδωρος Καρυστινός, άριστος τοξότης, καί ο Γερμανός μηχανικός Ιωάννης Γκράντ, πού έμελλε μέ επιτυχία νά εξουδετερώσει όλες τίς προσπάθειες υπονόμευσης των τειχών. Στήν Εδιρνέ Καπού τοποθετήθηκαν οι αδελφοί Μποκκάρδοι από τή Βενετία. Τό παλάτι του Εβδόμου ανατέθηκε στόν βενετό βάϊλο Μινότο ενώ τό τείχος στό παλάτι των Βλαχερνών ανατέθηκε στόν καρδινάλιο Ισίδωρο. Στήν μεριά του Κεράτιου, από τήν Ξυλόπορτα μέχρι τήν Πετρίου Πύλη τοποθετήθηκαν δύο Γενουάτες, ο Ιερώνυμος καί ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος καί ο Ρωμηός μαθηματικός Μανουήλ Παλαιολόγος. Τό υπόλοιπο μέρος του Κερατίου τό ανέλαβε ο αρχιναύαρχος Λουκάς Νοταράς μέ 500 σφενδονητές καί τοξότες, ο Αλέξιος Δισύπατος, ο Αλουΐσιος Διέδο, Ιωάννης Βλάχος, καί ο Μετοχίτης, ενώ κρητικοί ναύτες θά υπερασπίζοταν τόν πύργο του Βασιλείου ο οποίος βρίσκοταν δίπλα στήν πύλη του Νεωρίου ή αλλιώς Ωραία Πύλη (Μπαχτσέ Καπού). Αυτοί θά ήταν οι μόνοι πού θά έφερναν μέχρι τέλους τό έργο τους. Τό τείχος στήν Προποντίδα τό ανέλαβε ο Ορχάν, ξάδελφος του Μωάμεθ καί διεκδικητής του θρόνου μαζί μέ Έλληνες μοναχούς, τούς Βενετούς Κονταρίνι καί Τρεβιζάνο καί τόν Ισπανό Πέτρο Γουλιάνο πού βρισκόταν στό παλάτι του Βουκολέοντος. Στήν Χρυσή Πύλη καί στήν Πύλη της Συλημβρίας τοποθετήθηκαν οι Ιταλοί Κορνέρος, Μοσενίγος, Γουδέλης καί ο Ανδρόνικος Καντακουζηνός. Τίς εφεδρείες στό μέσον της πόλης, στήν εκκλησία των Αγίων Αποστόλων τίς αποτελούσαν οι Θεόφιλος Παλαιολόγος, Δημήτριος Καντακουζηνός καί Νικηφόρος Παλαιολόγος μαζί μέ 700 ακόμα άνδρες.
Στίς αρχές Απριλίου ο Μεχμέτ διέταξε νά καταλάβουν καί τούς τελευταίους πύργους στά περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως. Κυριεύτηκε τό φρούριο στά Θεραπειά, στίς όχθες του Βοσπόρου, τό φρούριο του Στουδίου καί τό φρούριο του νησιού Πριγκύπου το οποίο υπερασπιζόταν τό περίφημο μοναστήρι στό οποίο ως γνωστόν κατέφευγαν τά μέλη της αριστοκρατίας πού επιθυμούσαν νά μονάσουν. Παραθέτω αφήγηση του Κριτόβουλου:
"Ο σουλτάνος προσέβαλε τό φρούριο τούτο καί επιστήσας πυροβόλα κατέσεισε καί κατέρριψε τό πλείστον τούτου, καί των εντός αυτού πολλοί εφονεύθησαν υπό των λίθων των εκπεμπομένων από των πυροβόλων, οι δέ περιλειφθέντες των φρουρών, μή δυνάμενοι πλέον νανθέξωσι, προσεχώρησαν δι'όμολογίας, όπως μεταχειρισθή κατά βούλησιν αυτούς, καί εκείνος ανεσκολόπισεν αυτούς, τεσσαράκοντα όντας. Εκείθεν δέ μετέβη εις τό φρούριον τό καλουμένον του Στουδίου, καί αυτό κατασείσας διά των πυροβόλων καί καταρρίψας αυθημερόν εξεπόρθησε καί τούς άνδρας ανεσκολόπισεν, αγαγών παρά τό τείχος της πόλεως, ίνα ώσι καταφανείς. Κατά δέ τάς αυτάς ημέρας καί Παλτόγλης ο του στόλου ηγεμών τάς μέν πλείους των νεών αυτού κατέλιπεν εφορμείν τω στόματι του λιμένος καί τη αλύσει, αυτός δέ αναλαβών τάς λοιπάς, κελεύσαντος βασιλέως, επιπλεί τη Πριγκίπω νήσω, ην δέ εκεί φρούριον ασφαλέστατον, φυλακήν έχον εντός άνδρας καταφράκτους τριάκοντα, άνευ μέντοιγε των οικητόρων."
Τό φρούριο της Πριγκήπου άντεξε τόν κανονιοβολισμό καί γιαυτό ο Μπαλτόγλου συγκέντρωσε έφλεκτες ύλες νά τό κάψει. Οι αμυνόμενοι δέν άντεξαν τίς αναθυμιάσεις και παραδόθηκαν. Οι κανονιοβολισμοί άρχισαν στίς 6 Απριλίου καί μέχρι τίς 18 Απριλίου συνοδεύονταν από διάφορες ασήμαντες απόπειρες εφόδου από πλευράς επιτιθέμενων. Τά μεγαλύτερα κανόνια είχαν τοποθετηθεί μπροστά από τό ασθενέστερο τμήμα του χερσαίου τείχους, στήν πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι κάτοικοι πού δέν είχαν συνηθίσει τόν θόρυβο του κανονιοβολισμού κατεβλήθησαν από τρόμο στό άκουσμα των κρότων, ενός τρόμου ο οποίος μεγάλωσε όταν είδαν τμήματα του εξωτερικού τείχους νά καταρρέουν παρασύροντας μαζί τους καί δύο πύργους. Τίς νύχτες λοιπόν γυναίκες, γέροι καί παιδιά βοηθούσαν στήν αποκατάσταση των γκρεμισμένων τειχών, τοποθετώντας πέτρες, πλέγματα από δοκάρια καί σακκιά γεμάτα χώμα. Φαντάζεται κανείς τήν κούραση των πολιορκουμένων οι οποίοι πολεμούσαν τήν ημέρα καί τή νύκτα έπρεπε νά είναι σέ επιφυλακή γιά τυχόν επίθεση, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε νά επιδιορθώνουν καί τίς φθορές στά τείχη. Πράγματι τίς βραδυνές ώρες της 18ης Απριλίου, οι Οθωμανοί επιχείρησαν αιφνιδιαστικά τήν πρώτη σημαντική έφοδο τους στά τείχη. Οι Βυζαντινοί μέ επικεφαλής τόν Αυτοκράτορα απέκρουσαν μέ επιτυχία τήν επίθεση αυτή ρίχνοντας κάτω τίς πολυάριθμες σκάλες πού έστηναν οι Οθωμανοί, ενώ μέ τά βέλη καί τά πρωτόγονα ντουφέκια εξουδετέρωναν τ ους επιτηθέμενους. Αλλά τή θέση του κάθε νεκρού τήν έπαιρναν άλλοι επιτιθέμενοι καί συνεχίσθηκε έτσι η έφοδος γιά πέντε ώρες, μέχρι πού οι Οθωμανοί αποσύρθηκαν....
Τήν επομένη ,ο Τούρκος ναύαρχος ανέλαβε νά επιτεθεί μέ όλη τήν δύναμη των τριακοσίων περίπου πλοίων καί νά διασπάσει τήν αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου ή Χρυσού Κέρατος όπως τόν έλεγαν οι Ρωμηοί. Τήν αλυσίδα τήν φύλαγαν μεγάλα Βενετικά καί Γενοβέζικα πλοία καί τό γενικό πρόσταγμα τό είχε ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς. Οι αμυνόμενοι έριχναν από τά υψηλότερα πλοία τους πλήθος από πέτρες καί βέλη, ενώ έκαιγαν τά Οθωμανικά πλοιάρια μέ τό Υγρόν Πύρ. Επί τέλους υποχώρησαν οι Οθωμανοί καί τά λιμάνια στόν Κεράτιο Κόλπο παρέμεναν πρός τό παρόν ασφαλή.
Στίς 20 Απριλίου όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στά τείχη πού βλέπουν στήν Προποντίδα γεμάτοι περιέργεια. Πανιά φάνηκαν στόν ορίζοντα καί όλοι ανεθάρρησαν ότι έρχεται επιτέλους η βοήθεια από τόν πάπα. Τά πλοία ήταν μόλις τέσσερα, αλλά ίσως ήταν η εμπροσθοφυλακή ενός μεγάλου χριστιανικού στόλου πού πλησίαζε για νά διώξει τούς Οθωμανούς.. Τελικά όμως κατάλαβαν πώς τά σκάφη αυτά ήταν εκείνα στά οποία ο Κωνσταντίνος είχε παραγγείλει προμήθειες γιά τούς κατοίκους. Τά τρία ήταν Γενοβέζικα καί τό ένα καί μεγαλύτερο ήταν βασιλικό καί είχε καπετάνιο τόν Φλαντανελά. Τά πλοία αρχικά είχαν καθηλωθεί στήν Χίο από βόρειους ανέμους, αλλά τόρα οι ισχυροί νοτιάδες τά έσπρωχναν πρός τόν Κεράτιο. Ο Μωάμεθ αμέσως διέταξε τόν Μπαλτόγλου νά πάρει όλη τή δύναμη από τό Διπλοκιόνιο (Mπεσικτάς) καί νά τά συλλάβει. Τά τέσσερα μεγάλα πλοία περικυκλώθηκαν από τά δεκάδες μικρότερα τουρκικά καί τό χειρότερο για τον Φλαντανελά ήταν ότι ο άνεμος έπαψε νά φυσά. Ο καπουδάν πασσάς εμβόλισε τόν βυζαντινό δρόμωνα καί άρχισε μία σκληρή μάχη σώμα μέ σώμα. Ο σουλτάνος έφιππος είχε μπεί στό νερό καί εκτόξευε απειλές καί ύβρεις κατά του ναυάρχου του.
Τελικά βέβαια, τή χαρά των Βυζαντινών διαδέχτηκε η λύπη γιατί τελικά χριστιανικός στόλος δέν ερχόταν γιά νά τούς σώσει καί όπως λεέι ο Sir Edwin Pears "η τύφλωση των ηγεμόνων της Εσπερίας έφθανε μέχρι τήν παραφροσύνη. Αυτοί καί οι λαοί τους έμελλε νά τιμωρηθούν σκληρά γιά τήν αισχρή εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα καί του λαού της." Εν τω μεταξύ ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών συνεχίζοταν ακατάπαυστα καί κατέρευσε καί ο πύργος της Βακτατονίας δίπλα στήν πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Τήν 22α Απριλίου, ημέρα Κυριακή, έμελλε νά συμβεί ένα από τά παραδοξότερα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Ο Μωάμεθ είχε συλλάβει τό σχέδιο νά κατασκευάσει διολκό από τήν οποία θά μετέφερε τά έλαφρά πλοιάρια του, τίς λεγόμενες φούστες, από τό Διπλοκιόνιο (Μπεσικτάς) στόν Κεράτιο. Η αποτυχία του Μπαλτόγλου νά εξουδετερώσει τίς τέσσερες γαλέρες τόν επείσμωσε καί έθεσε πάραυτα τό μεγαλεπίβολο σχέδιό του. Σύμφωνα μέ τόν Λατίνο χρονογράφο Πούσκουλο, ο Ζαγανός πασσάς ξεκίνησε βομβαρδισμό των ιταλικών πλοίων γιά λόγους αντιπερισπασμού. Τά κανόνια στήθηκαν πίσω από τήν γενουατική συνοικία του Γαλατά ώστε νά μήν γίνει αντιληπτή η κατασκευή του διολκού ούτε από τούς Γενουάτες αλλά ούτε καί από τούς πολιορκουμένους. Οι χιλιάδες Οθωμανοί στρατιώτες αφού ισοπέδωσαν τόν δρόμο στό λόφο πού βρίσκεται σήμερα τό Πέραν (Σταυροδρόμιον), τοποθέτησαν ξύλινα δοκάρια τά οποία επάλειψαν μέ λίπος. Τό βράδυ δοκίμασε μέ μία φούστα η οποία σύρθηκε μέ τήν βοήθεια βοδιών καί πολυάριθμων σκλάβων καί τό αποτέλεσμα ήταν τό τουρκικό πλοιάριο νά βρεθεί εντός του Κερατίου Κόλπου. Ακολούθησαν κατά τή διάρκεια της νύκτας 70 πλοιάρια. Σύμφωνα μέ τόν Κριτούβουλο "ήτο δέ τό θέαμα παράξενον καί απίστευτον εις τούς ακούοντας πλήν των ιδόντων, τό νά βλέπωσι ναυς επί της μεσογαίας φερόμενας μετ'αυτών των πληρωμάτων καί των ιστίων καί της άλλης αποσκευής." Kατ'αυτόν τόν τρόπο αξιόμαχος στολίσκος βρέθηκε στό λιμάνι των Ψυχρών Υδάτων (Κασίμ πασσά), μέσα στόν Κεράτιο, πρός μεγάλη έκπληξη των αμεινομένων οι οποίοι μέ τό πρώτο φως της ημέρας έβλεπαν τόν εχθρό νά απειλεί καί τά τείχη πρός τήν μεριά του Κεράτιου, τείχη τά οποία ήταν καί πολύ αδύνατα καί επανδρωμένα μέ ολιγάριθμους άνδρες. Καί βέβαια όλοι οι κάτοικοι ήξεραν ότι από εκείνα τά τείχη είχε αλωθεί η πολυαγαπημένη πόλη τους από τούς Φράγκους τό 1204.